- χαμαιτυπία
- χᾰμαιτῠπ-ία, ἡ,A whoredom, Alciphr.3.64, Man. 4.353.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαμαιτυπία — και ιων. τ. χαμαιτυπίη, ἡ, Α [χαμαιτυπῶ] η πορνεία … Dictionary of Greek
χαμαιτυπιῶν — χαμαιτυπία whoredom fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιτυπίης — χαμαιτυπία whoredom fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιτυπικός — ή, όν, ΜΑ [χαμαιτύπη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χαμαιτύπη* ή στη χαμαιτυπία* … Dictionary of Greek